χρυσοφανής — shining like gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφανῆ — χρυσοφανής shining like gold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρυσοφανής shining like gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρυσοφανής shining like gold masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφανεῖς — χρυσοφανής shining like gold masc/fem acc pl χρυσοφανής shining like gold masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφανές — χρυσοφανής shining like gold masc/fem voc sg χρυσοφανής shining like gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφανοῦς — χρυσοφανής shining like gold masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφάνιος — ον, Α [χρυσοφανής] χρυσοφανής … Dictionary of Greek
μωροφανής — μωροφανής, ές (Α) 1. ολοφάνερα μωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωροφανές ολοφάνερη μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάνην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής, χρυσοφανής] … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοφάνεια — ἡ, Α [χρυσοφανής] η λάμψη τού χρυσού … Dictionary of Greek
χρυσοφανικός — ή, ό, Ν (φρ) «χρυσοφανικό οξύ» χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως διυδροξυμεθυλανθρακινόνη, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysophanic < χρυσοφανής + κατάλ. ικός. Το επίθ., στον… … Dictionary of Greek